- Συρακουσίων
- Συρᾱκουσίων , Συρακούσιοςa Syracusanfem gen plΣυρᾱκουσίων , Συρακούσιοςa Syracusanmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δεινομένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πατέρας των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα Α’ και Γέλωνα (6ος 5ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του Ιέρωνα Α’, τυράννου των Συρακουσών (5ος αι. π.Χ.). Διορίστηκε από τον πατέρα του διοικητής της νεοϊδρυθείσας πόλης Αίτνας… … Dictionary of Greek
Χαροιάδης — Αθηναίος στρατηγός, γιος του Ευφίλητου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Το 427 π.Χ. στάλθηκε ως αρχηγός του στόλου μαζί με τον Λάχη, σε βοήθεια των Λεοντίνων, οι οποίοι είχαν στείλει πρεσβεία στην Αθήνα με αρχηγό τον σοφιστή Γοργία για να ζητήσουν… … Dictionary of Greek
Экзегеты — (εξηγετίς истолкователь). В древние времена предметом толкования были загадочные изречения оракулов, традиции, смысл которых становился неясным для последующих поколений, а также законодательные нормы, которые в силу неприспособленности языка,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
SCRIBA — uti Festus docet, nomen erat apud Romanos Librarii, qui rationes publicas scribebat in tabulis. Apparuerunt autem singulis Magistratibus, eô nomine, ut pulicas rationes in tabulas referrent et leges actaque omnia perscriberent. Unde Cicer. Verr.… … Hofmann J. Lexicon universale
THAPSUS — oppis. Siciliae vetus in peninsula situm non procul a Syracusis, plana et quam minimum a mari eminens, adeo, ut undis mersa videatur; unde et nomen ἀπὸ τȏυ θάπτεςθαι, quod in mari quodammodo sepulta videatur. Unde Virgil. l. 3. Aen. v. 698.… … Hofmann J. Lexicon universale
Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
Συρακούσιος — και Συρακόσιος, α, ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, ία, ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α [Συράκουσαι / Συράκοσαι] 1. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
Τιμολεόντειον — τὸ, Α [Τιμολέων, οντος] μνημείο τού δήμου τών Συρακουσίων προς τιμήν τού Τιμολέοντος … Dictionary of Greek
άντανδρος — I Αρχαία αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, φημισμένη για τα ναυπηγεία και την ξυλεία της. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την έχτισε ο Άνδρος, όταν έφυγε από το ομώνυμο νησί του Αιγαίου, ενώ κατά τον Ηρόδοτο ιδρυτές της ήταν Πελασγοί, που τους έδιωξαν… … Dictionary of Greek